Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ιστορίες του διαδρόμου




Διήγημα Fractal: «Ιστορίες του Διαδρόμου»


Της Μαίρης Σάββα //

dihghma

Οι περισσότεροι σκόνταφταν στο φορείο καθώς περνούσαν βιαστικά από το διάδρομο. Μια νοσοκόμα έτρεχε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ένας γιατρός περπατούσε βιαστικός, νεαρός θα ήταν, ίσως ειδικευόμενος. Μια κοπέλα έψαχνε κάποιον δικό της. Ένα ζευγάρι διαπληκτιζόταν μεγαλόφωνα, αναρωτιέμαι, να μαλώνουν άραγε από την ώρα που ξεκίνησαν από το σπίτι τους, από τη στιγμή που έψαχναν για να παρκάρουν, ή να είναι μαλωμένοι από χθες βράδυ…
Δεν είχα ιδέα πόσες ώρες βρισκόμουν ξαπλωμένος σε αυτό το φορείο του διαδρόμου. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και τα φώτα έπεφταν ψυχρά επάνω στα μάτια μου. Δίπλα μου κρεμόταν ένας ορός, που ευτυχώς, έγινε αιτία να σταματήσει για να με προσέξει μια νοσηλεύτρια. Με ύφος παγωμένο έκανε έναν γρήγορο έλεγχο και μου έριξε μια κλεφτή ματιά. «Όλα καλά», ψιθύρισε και πριν προλάβω να απαντήσω, χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου.
Έκλεισα τα μάτια μου. Στο πρώτο σκούντημα του φορείου τα άνοιξα πάλι. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπο του ανθρώπου που πέρασε τόσο βιαστικός. Ίσως μπήκε στο δωμάτιο 32. Έβλεπα την πόρτα του 32, λοξά και δεξιά μου. Την έβλεπα να ανοιγοκλείνει κάθε φορά που άνοιγα κι εγώ τα μάτια μου. Μια ολόκληρη οικογένεια θα πρέπει να πέρασε από εκεί. Κι όμως επικρατούσε ησυχία. Περίεργη ησυχία, είναι η αλήθεια.
Ένας σπαραγμός την έκοψε την ησυχία στα δυό. Ένας νοσηλευτής κι ο νεαρός γιατρός πέρασαν τρέχοντας την πόρτα του 32. Έκλεισα τα μάτια μου, λες κι έτσι, κάτι καλό θα έφερνε ο χρόνος. Ένα κλάμα συνεχές κι επίμονο συνόδευε τώρα το θόρυβο που έκαναν οι περαστικοί του διαδρόμου. Εκείνοι συνέχιζαν να βιάζονται αλλά για το 32 ο χρόνος άλλαξε ρότα. Άνοιξα τα μάτια μου και τα έκλεισα πάλι. Δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα τα άνοιξα ξανά. Είδα να βγαίνουν από το 32. Σκυφτοί κι αγκαλιασμένοι, η μάνα, ο πατέρας και δυο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά. Θρηνούσαν το παλικάρι τους που έφυγε.
«Τι ώρα είναι;»
Ο νοσηλευτής δεν με άκουσε. Μάλλον πήγαινε βιαστικός να κάνει μια ένεση στο 34. Δεν πειράζει, σκέφτηκα. Δεν είναι επείγον να ξέρω την ώρα. Ούτε και σημαντικό είναι τελικά. Εδώ άλλα είναι τα σημαντικά. Υποθέτω ότι πρέπει πια να έχει πέσει το σούρουπο.
«Δεν έχω ώρα, αλλά πρέπει να είναι περίπου οκτώ» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Έστριψα όσο μπορούσα τον πονεμένο αυχένα μου. Είδα μια γυναίκα, σε ώριμη ηλικία, με λευκό πρόσωπο και κοντά μαλλιά να με κοιτά με συμπόνια. «Ευχαριστώ».
Εκείνη δεν μου έδωσε άλλη σημασία. Κοιτούσε με προσμονή προς το βάθος του διαδρόμου. Μια άλλη γυναίκα, εύσωμη κι αυτή, με λευκό πρόσωπο και με τα ίδια κοντά μαλλιά, ερχόταν. Σκέφθηκα ότι κι αυτή θα περάσει με βιασύνη και θα σκουντήσει κατά λάθος το φορείο μου. Όμως όχι. Δεν είχε καμία βιασύνη. Πλησίασε με βήματα σταθερά, και μέσα σε ένα λεπτό είχε πέσει η μια στην αγκαλιά της άλλης κι έκλαιγαν.
Εγώ ξαπλωμένος στο φορείο μου δεν ενοχλούσα τη στιγμή τους. Μόνο σώπαινα. Θα έπαιρνα όρκο πως είναι δίδυμες. Δεν ξέρω αν είχε τώρα πια σημασία στην ηλικία τους, μα θα έδωσαν κάποτε πολύ χαρά στους γύρω τους όταν γεννήθηκαν. Τις φαντάστηκα μωρά. Μου φάνηκε πως μέσα στο βουβό τους κλάμα χαμογέλασαν. «Καλή ανάρρωση» μου είπε η μία. Πήρα θάρρος. «Ευχαριστώ… Συμβαίνει κάτι σοβαρό;»
«Σοβαρό είναι που συναντήθηκα με την δίδυμη αδελφή μου που ήταν είκοσι χρόνια στα ξένα. Σήμερα αναπαύθηκε η ενενηντάχρονη μάνα μας. Ο κρίκος που μας ένωσε κάποτε. Ο ίδιος κρίκος που μας έφερε κοντά σήμερα…»
Είχα μείνει άναυδος. Το σωληνάκι του ορού είχε σταματήσει να οδηγεί το υγρό στις φλέβες μου. Οι δυο όμοιες γυναίκες αποχαιρετούσαν και δόξαζαν τον γεννήτορά τους, όχι με θλίψη, αλλά με χαρά. «Καλό της ταξίδι» ψέλλισα καθώς απομακρύνονταν.
Ύστερα από την ανάπαυλα ερχόταν καταιγίδα. Ένα τρίξιμο πλησίαζε. Ένας νοσηλευτής και μία νοσηλεύτρια έσπρωχναν με ταχύτητα στο διάδρομο ένα φορείο σαν το δικό μου. «Σας παρακαλώ», έκανε ο νοσηλευτής για να παραμερίσουν οι διερχόμενοι. Πίσω τους ακολουθούσε τρέχοντας ένα ζευγάρι νέα παιδιά. Για ένα λεπτό φοβήθηκα τη σύγκρουση. Αποσοβήθηκε.
Οι δυο νοσοκόμοι γνώριζαν καλά τις δυνατότητες του τροχήλατου οχήματος. Πέρασαν δίπλα μου ξυστά. Η στιγμή πάγωσε σαν το παγωμένο ωχρό πρόσωπο της πιτσιρίκας που είδα αναίσθητη στο φορείο. Το βλέμμα μου τη φωτογράφησε. Η στιγμή μου φάνηκε αιώνας.
Η εικόνα της μου έφερε στο μυαλό την Ωραία Κοιμωμένη που μου έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρός. Εκείνη την πριγκίπισσα που ξύπνησε μετά από μήνες, ή μετά από χρόνια, ύστερα από έναν ύπνο τόσο περίεργο και ύπουλο που η ιατρική επιστήμη δεν μπόρεσε να εξηγήσει ποτέ…
Οι νοσοκόμοι έκαναν νόημα στο ζευγάρι των νεαρών να παραμείνει στο διάδρομο. Για μένα ο διάδρομος ήταν ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Για τα παιδιά ήταν αίθουσα αναμονής.
Όταν το φορείο αποσύρθηκε τους άκουσα να λένε για τον καταχθόνιο, μυστηριώδη ύπνο που είχε απαγάγει την όμορφη φίλη τους. Ανησυχούσαν. Φαίνεται πως είχαν περάσει ώρες που δεν μπορούσε να βγει από το βαθύ λήθαργο. Το κακό είχε τη ρίζα του σε μια βραδιά ακολασίας με πολλά διαφορετικά ποτά.
Όχι. Δεν ήταν ίδιος ο ύπνος της δικής μου Ωραίας Κοιμωμένης. «Σύνηθες» σχολίασε χαμηλόφωνα η νοσηλεύτρια που πλησίασε για να μου αλλάξει τον ορό. Την κοίταξα. «Τι εννοείτε;» τη ρώτησα.
«Το φαινόμενο με τα νέα παιδιά. Είναι σύνηθες» επανέλαβε.
Δεν ξέρω αν θεωρούσε σύνηθες το να χάνεται ένας νέος και να τον θρηνούν οι οικείοι του, ούτε αν θεωρούσε σύνηθες να συναντιούνται δυο δίδυμες αδελφές μετά από χρόνια, με αφορμή τον αποχαιρετισμό της γερόντισσας μάνας τους. Μα σίγουρα θεωρούσε σύνηθες να νοσηλεύεται ένας ασθενής σε διάδρομο. Να γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πραγματικότητας που διαψεύδει τα σχέδια που καθένας μας κάνει για τον εαυτό του.
Μια νύχτα μόνο μου χρειάσθηκε για να καταλάβω τα σημαντικά της ζωής. Μια νύχτα με ιστορίες του διαδρόμου, ιδωμένες πάνω από ένα φορείο.


Μαίρη Σάββα