Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Μπαίνεις στο Σπίτι και βγαίνεις από το Κελλί

 Διάβασα "Το Σπίτι και το Κελλί" εκτός χρόνου. Πράγμα που σημαίνει οτι προσπάθησα να το αποσυνδέσω απο την περίοδο της έκδοσής του και απο τις κριτικές που το συνόδευσαν, εκείνη τη φορτισμένη χρονική περίοδο.

Είναι ένα πόνημα "διαβαστερό" το δίχως άλλο.  Μια φαρσοκωμωδία για την ελληνική κοινωνία.  Και ο Χωμενίδης, μολονότι δεν σε "πείθει" στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, έχει αναμφισβήτητα μεγάλη αφηγηματική ικανότητα, την ικανότητα να δομεί ιστορίες, να τις εμπλουτίζει λεκτικά και να τις ολοκληρώνει , αν και όχι πάντα αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους.

Μέχρι τη μέση το βιβλίο γίνεται πολύ ενδιαφέρον, αλλά η απογοήτευση των τελευταίων σελίδων είναι δυσανάλογη της προσμονής του αναγνώστη.  Ίσως έφταιγαν τα επικίνδυνα νερά των πληροφοριών για την οργάνωση 17 Νοέμβρη, που έβλεπαν ένα διάστημα το φως της δημοσιότητας με τρόπο καταιγιστικό.  Όταν δεν έχει περάσει χρόνος, όταν δεν έχει κάτσει ο κουρνιαχτός που ξεσηκώνουν οι νωπές ειδήσεις, οι πληροφορίες ακόμα και στα χέρια κάποιου λογοτέχνη μπορεί να χάσουν την πραγματική αξία τους.  Δεν γνωρίζω τί στόχο είχε ο ίδιος όταν το έγραφε.  Πάντως, "Το Σπίτι και το Κελλί" θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό, σε ένα παζλ ενδιαφέρον, για την ελληνική κοινωνία. 

Το βιβλίο που είχε την τύχη να επανεκδοθεί ξεπερνά τις 500 σελίδες και αποτελεί μια πρώτης τάξεως αφορμή για διασκέδαση και ψυχαγωγία στις μέρες μας.  Στην ουσία περιγράφει, ότι ακόμα και μια τρομοκρατική οργάνωση η οποία μπορεί κάποτε να ενέπνευσε πολλούς Έλληνες με τα ιδεώδη της, δεν είναι σε αυτή τη χώρα, παρά μια προχειρότητα, μια μπαχαλοκατάσταση που ξεκίνησε κάποτε μυστικά αλλά φιλόδοξα από ένα μοναστήρι, για να τελειώσει άδοξα τη ζωή της σε μια πλατεία, κοντά σε ένα σταθμό του μετρό, όπου η τελευταία της επιχείρηση -ας βγάλουμε απέξω το γεγονός οτι η επιχείρηση αφορούσε ερωτοδουλειά-  εξελίσσεται σε φιάσκο!  Εάν αυτός ήταν ο στόχος του Χωμενίδη, τότε επιτεύχθηκε!

Στην ιστορία παρελαύνουν πολλά πρόσωπα.  Η εύστοχη σάτιρα της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δημήτρη Γκίκα, ιδιοκτήτη της Οινοποιητικής, όπως και όλων των ηρώων γύρω από τον κύκλο της οικογένειας αυτής, συγκαταλέγεται στις επιτυχίες του βιβλίου.  Το ίδιο και η περσόνα του Παναγιώτη Σαντορίνη, υψηλόβαθμου στελέχους του Υπουργείο Εξωτερικών, που κάνει τις αποκαλύψεις για τη δράση της "Εταιρείας" στον Γκίκα.

Ναι μεν, είναι σαν ολοζώντανη φωτογραφία που δείχνει τρομοκράτες, δολοφόνους, ομοφυλόφιλους, κακομοίρηδες, αστούς και υψηλόβαθμους που είναι έτοιμοι να λύσουν τα θέματά τους με δωροδοκίες, μυστικές συνενοήσεις και φόνους, καθωσπρέπει κυρίες που κερατώνουν όμορφα και ήσυχα τους συζύγους τους, όμως κάπου χρειαζόταν και κανένα "καλό" πρόσωπο, γιατί η παντελής απουσία θετικών χαρακτήρων κάπως προβληματικό μου φάνηκε...

Μπορεί επίσης ο συγγραφέας να θέλησε να δείξει ότι γίνονται δίκες στημένες, ή ανούσιες, όταν τα εγκλήματα παρέρχονται, όμως η παρωδία της δίκης των τρομοκρατών ούτε γέλιο δεν μπόρεσε να μου προκαλέσει, μαζί με μερικές απορίες που μου έμειναν στο τέλος της ανάγνωσης:  Γιατί ο ιδιοκτήτης της Οινοποιητικής πλήρωνε τον Σαντορίνη για να ακούει τις αποκαλύψεις του; Γιατί σταμάτησε να τον πληρώνει, μήπως ξεχάστηκε ο συγγραφέας; Γιατί οι μοναχοί που υποτίθεται ότι "έθρεψαν" τον ιστό της 'Εταιρείας, δεν παίζουν τελικά κανένα ρόλο, ποιοι είναι, γιατί τους ξέχασε κι αυτούς;  Πολύ εύκολα ο Γκίκας αποφασίζει να σκοτώσει τη γυναίκα του και ακόμα πιο εύκολα αποδέχεται ο Σαντορίνης να παίξει η εταιρεία το ρόλο του δολοφόνου...   Πολλές είναι ακόμη οι λεπτομέρειες που δεν στέκουν, δεν αρμόζουν, παρά τη θετική διάθεση του αναγνώστη απέναντι σε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, γιατί δυστυχώς, στο μυαλό του δεν υπάρχουν οι εξηγήσεις που πιθανόν υπάρχουν στο μυαλό του συγγραφέα...