Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Ο Αχός της εποχής

Η ιστορία αφορά τη σύγκρουση ζωής και τέχνης.  Ποιος αντιλέγει; Τα γεγονότα πάντοτε αφήνουν τα ίχνη τους πάνω στην τέχνη.  Η ιστορία λοιπόν παρουσιάζει από τη μια πλευρά τη δύναμη, την υψηλή αδρεναλίνη και το θάρρος, κι από την άλλη τη δειλία, τον αναγκαστικό συμβιβασμό, την ταπείνωση και τον πόνο που την συνοδεύει. Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Ντμιτρι Σοστακόβιτς και στη σχέση του με το σταλινικό καθεστώς.

 Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τζούλιαν Μπαρνς ασχολείται με βιογραφίες μεγάλων προσωπικοτήτων. Το είχε κάνει στο αξέχαστο "Παπαγάλο του Φλωμπέρ"  όπου μας εντυπωσίασε με διάφορα περιστατικά από τη ζωή του Γκυστάβ Φλωμπέρ, αποκαλύπτοντας την υποκειμενική του ματιά στην καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά και στον τρόπο μετάδοσής του, η οποία μπορεί να διαφοροποιήσει τελικά το ίδιο το γεγονός, αυτό καθαυτό.

Όταν το καθεστώς ασκεί καταναγκασμό και τρόμο συνθλίβει την καλλιτεχνική ευφυΐα.  Το θέμα είναι ότι αν τελικά η ευφυΐα επιβιώσει, θα έχει ισοπεδωθεί;  Κατά πόσο η άσκηση βίας από το πολιτικό σύστημα τον υποτάσσει; ή μήπως η ηθική στάση του καλλιτέχνη που επιθυμεί να συνεχίσει να υπηρετεί την τέχνη του, τον ωθεί να μην υποταχθεί και να εξοριστεί, ή να θανατωθεί;   Και εν πάσει περιπτώσει πρόκειται για δειλία όταν επιλέγει κανείς να ζήσει, όπως ο Σοστακόβιτς κάτω απο συνθήκες τρόμου, υποχωρώντας σε απαιτήσεις της παράλογης αρχής;

Ο Τζουλιαν Μπαρνς , που έχει μια έντονη τάση αμφισβήτησης, αποδίδει μια ολόκληρη εποχή σε αυτό το υπέροχο πόνημα.  Η εποχή αυτή έβαλε τη σφραγίδα της σε πολλά σημεία του χάρτη, έκρινε το μέλλον μέχρι και το σήμερα, όρισε τις ζωές πολλών ανθρώπων και φυσικά όρισε και τις μετέπειτα σχέσεις του δυτικού κόσμου και την πρώην Σοβιετική Ένωση.   Γνωρίζοντας οτι "τούτη ήταν η χειρότερη εποχή" όπως γράφει χαρακτηριστικά, ο 30χρονος, την άνοιξη του 1937)  Σοστακόβιτς περιμένει για ώρα υπομονετικά, έξω από ένα ασανσέρ πολυκατοικίας του Λένινγκραντ, να έρθουν να τον συλλάβουν απο την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας.  Τι κι αν πρόσφερε μέχρι εκείνη τη στιγμή ευφρόσυνες στιγμές στα πλήθη, τι κι αν έπαιξε σονάτες σε βελουδένια σαλόνια; Τι κι αν "κολυμπούσε στις τιμές όπως η γαρίδες στη μαγιονέζα του κοκτέιλ" όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μπαρνς.  Κανένας από όσους μεγαλοσχήμονες γνώρισε δεν  του ήταν χρήσιμος εκείνες τις ατέλειωτες στιγμές δίπλα στο ασανσέρ...

Χωρίς λόγια που θα έκαναν πολύ μελό θα ήθελα να αναρωτηθώ πώς βλέπουμε σήμερα κάποιον που δεν αντιστέκεται, δεν τηρεί "ηρωική" στάση απέναντι σε ένα καταπιεστικό καθεστώς.  Τι ακριβώς σημαίνει ένα τέτοιο πρόσωπο για το καθεστώς; Ποιο ήταν το λάθος που έκανε ο συνθέτης για να τραβήξει πάνω του το βλέμμα του Στάλιν;  Μήπως όλα συνέβησαν γιατί ένα έργο του προκάλεσε δυσαρέσκεια; Ίσως ο τρόμος άρχισε να προκαλείται όταν σε άρθρο της η "Πραβντα" είχε επικρίνει την όπερά του "Η Λαίδη Μπακμπεθ του Μτσενσκ" ως "μουσική-βαβούρα"...

Δεν πρόκειται για ιστορία που έχει μια ενιαία πλοκή. Πρόκειται για ένα έργο με τρίπρακτη δομή. Ο συγγραφέας έχει διαλέξει τρία συμβάντα-σταθμούς για τη ζωή του μεγάλου συνθέτη.  Τα παραπάνω περιέχονται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συνθέτης βρίσκεται επίσης σε μια πολύ δύσκολη στιγμή του. Σε μια ομιλία που έκανε στο Πολιτιστικό κι Επιστημονικό Συνέδριο για την Παγκόσμια Ειρήνη στη Νέα Υόρκη, αναγκάσθηκε να ισχυριστεί οτι το έργο του Ιγκόρ Στραβίνσκι, το οποίο ο Σοστακόβιτς εθαύμαζε, αποτελεί "παράδειγμα διαστροφής".  Τα συναισθήματα είναι καταιγιστικά.  Νοιώθει ενοχές, είναι ηττημένος και ταπεινωμένος απο τις τακτικές του ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος και κατανοεί οτι δεν μπορεί να γίνει κάτι και κανείς δεν μπορεί...



 Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από εκείνο το σημείο και μετά, η ταπείνωση είναι ολοκληρωτική.  Ο συνθέτης παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού και αποκηρύσσει κάθε είδος κοσμοπολιτισμού στην τέχνη. Ταυτόχρονα υπογράφει πολλές δηλώσεις μεταμέλειας, εκφωνεί ομιλίες -γραμμένες τις περισσότερες φορές από την KGB- εναντίον της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Δύσης, ενώ τελικά εντάσσεται στους "μηχανικούς ανθρώπινων ψυχών" πράγμα που συνοψίζει τη στάση πάρα πολλών καλλιτεχνών της εποχής, οι οποίοι τελικά υποτάχθηκαν....

Στο τρίτο κεφάλαιο βρισκόμαστε στην δεκαετία του '60 και στην περίοδο αποσταλινοποίησης της ΕΣΣΔ από τον Χρουτσόφ.  Ο Σοστακόβιτς αναλογίζεται την αδυναμία του να εμποδίσει την άνευ όρων αφομοίωσή του από το -φαινομενικά- διαφοροποιημένο καθεστώς.  Συνειδητοποιεί ότι η στάση του σημαίνει απόλυτη απεμπόληση ακόμα και του ύστατου δικαιώματος αυτονομίας, αφού πλέον εγγράφεται στο κόμμα και προς αντάλλαγμα διορίζεται στη θέση του Προέδρου της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών με τιμές και δόξες...

Οι σχέσεις του με το καθεστώς έχουν αποκατασταθεί.  Συνθέτει φιλολαϊκή μουσική κι εμψυχώνει τους στρατιώτες και την εργατική τάξη.  Ο Αλεξαντερ Σολζενίτσιν, γνωστός αντιφρονών του καθεστώτος είχε αποκαλέσει "τραγική ιδιοφυΐα, αυτόν τον αξιολύπητο Σοστακόβιτς"!  Η τέχνη του που από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε -εκτός του Στάλιν- δεν στάθηκε αιτία να του χαριστεί κανένας. Έζησε βυθισμένος στην ταπείνωση, την ντροπή ως τα γεράματα, προφανώς με την ελπίδα ότι ο θάνατος θα απελευθέρωνε τη μουσική του από την ταπεινωμένη -στον φόβο και τον συμβιβασμό- ζωή του.

Άραγε αν μείνει η μουσική στα συρτάρια, θαμμένη για χρόνια, τί θα γίνει; Θα γίνει καλύτερη; Θα γίνει περισσότερο κατανοητή;  Μήπως συνθέτοντας μουσική, κάνοντας τέχνη, μπορεί κάποιος να ακουστεί πάνω από τον αχό της εποχής;  Μήπως κέρδιζε τελικά την κατανόηση της Ιστορίας; Μήπως τελικά αυτήν την κατανόηση την κέρδισε, γιατί εάν ο Συνθέτης έπρατε διαφορετικά, θα μπορούσε να έχει εξαφανισθεί απο το χάρτη; Μα για ποιόν χάρτη όμως μιλάμε; Μάλλον αυτόν που χάραξε ο πόλεμος...

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Η Κυρά της Ρω, κυρά της ψυχής μας

Το κείμενο "Κυρά της Ρω" υπενθυμίζει σε όσους το λησμόνησαν, ποια ακριβώς, είναι η Ελλάδα.  Και αν από αυτούς που το λησμόνησαν, οι περισσότεροι περιμένουν να δουν με μια εθνικοκάπηλη ματιά μέσα από την παράσταση, την έπαρση της γαλανόλευκης, πλανώνται.  Κάτι άλλο, περισσότερο συγκλονιστικό, τους περιμένει εκεί στα πέριξ της Ακρόπολης και στο Θέατρο Σφενδόνη.

"... Θέλω αντί για ίχνη, να αφήσω μια σημαία.  Του ασήμαντου ανθρώπου, του κυριακάτικου τραπεζιού, της αρχαίας χαράς...".

Ποιος ξέρει αν έλεγε κάποτε τέτοια λόγια, ή άλλα, η Δέσποινα Αχλαδιώτη, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σ' εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι απέναντι από το πατρώο της, το Καστελόριζο.  Ο συγγραφέας ωστόσο, ο Γιάννης Σκαραγκάς σε πείθει.  Ξέρεις όταν ακούς την σπαρακτική ερμηνεία της Φωτεινής Μπαξεβάνη, ότι η "Κυρά της Ρω" -δεν μπορεί-  κάπως έτσι θα σκεφτόταν.  

Ο έρωτας ήταν η αφορμή που την έκανε να ακολουθήσει εκεί τον αγαπημένο της τον οποίο παντρεύτηκε κόντρα στην οικογένειά της.  Πάλεψε με τα θηρία των πατρικών πεποιθήσεων σε μια εποχή δύσκολη.  Μα όταν εκείνος πέθανε, εκείνη δεν απαρνήθηκε την απόφασή της και παρέμεινε εκεί, κάνοντας το μέρος πατρίδα της.   Άλλωστε πατρίδα δεν είναι εκεί που γεννιέσαι. Είναι το καρώ τραπεζομάντηλο του κυριακάτικου τραπεζιού, είναι το μοσχομυριστό ζυμάρι που φουσκώνει για να κεραστούν οι νησιώτες στους γάμους, είναι η λάμψη στα πρόσωπα από τη φλόγα στις πασχαλιάτικες λαμπάδες.  Αυτά σου μένουν από το κέντημα του συγγραφέα πάνω στην ιστορία της Κυράς της Ρω...


"Δεν τη φοβάμαι την ερημιά.  Ποτέ δεν τη φοβήθηκα.  Υπήρχαν χρόνια που αυτό εδώ το νησάκι, η Ρω, έμοιαζε με βασίλειο. Αυτός ήταν ο θρόνος μας. Μια ξεραμένη λεμονόφλουδα και γύρω της το μπλε.  Ήμασταν εγώ, ο άντρας μου και το γαλάζιο.  Αυτός ήταν ο λαός μας. Μπορεί να μην είχε φωνή, άλλαζε όμως αποχρώσεις, αμέτρητες αποχρώσεις και πρόσωπα, ανάλογα με τις εποχές και τις μέρες"

Η Δέσποινα Αχλαδιώτη ήταν ακόμη νέα την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου, έζησε τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, τον ισχυρό σεισμό των 8 Ρίχτερ του 1926 που κατέστρεψε πολλά σπίτια στο νησί, και τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Στη διάρκεια αυτών των ετών, πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το Καστελόριζο και μετοίκησαν στη Ρόδο, την Αθήνα και την Τουρκία. Πολλοί ωστόσο ταξίδεψαν ως την Αυστραλία και την Αμερική για να κάνουν νέο ξεκίνημα με τις οικογένειές τους.  Εκείνη έμεινε πιστή στο ιδανικό της. Στον σύντροφό της.  Στον τόπο της. Στο μπλε.

"Τον αγάπησα πολύ τον Κώστα. Για πολλά πράγματα.  Άλλα τα ξέχασα, άλλα τα μπέρδεψα.  Ένα πράγμα όμως κράτησε την αγάπη μου γι αυτόν ζωντανή. Μ'έκανε πάντα να θυμάμαι ποια είμαι.  Με κοίταζε και αμέσως καταλάβαινα.   Αυτό είσαι, σκεφτόμουν, αυτό το μπλε.  Και, αντί για καρδιά, έχεις μια γραμμή.   Όποτε θέλει χωρίζει τον κόσμο στα δυο και, όποτε θέλει, σε βάζει στη μέση να τον βαστάς". 

Σε όλη της ζωή η γυναίκα αυτή εξέπεμπε ένα σήμα.  Το εισπράτεις και σήμερα  το σήμα μέσα από τον καθηλωτικό μονόλογο και αυτό είναι συγκινητικό.  Και γίνεται ακόμα πιο συγκινητικό όταν ακούς ότι "Κανείς δεν γεννιέται ήρωας -γίνεται, μέσα από μια πίστη, μια ανάγκη".   Στο δικό μου μυαλό, αυτό πολλά εξηγεί, μα αφήνει αδιερεύνητο το  γιατί η ανάγκη η σημερινή, δεν έφτασε ακόμα για να φτιάξει ήρωες.  Δεν αρκεί η απλή ανάγκη, σκέφτομαι, δεν αρκεί...


Η γυναίκα αυτή έφυγε από τη ζωή στα 92 της χρόνια και μέχρι τότε δεν υπήρξε πρωινό της ζωής της που δεν "σήκωσε" τη σημαία στο νησάκι της. Και δεν το έκανε  για να γίνει ηρωίδα. Θεωρούσε ότι έπρεπε να εκπέμψει ένα σημάδι ζωής στους γύρω της, στα καράβια που περνούσαν από τα νερά του Αιγαίου, να απευθύνει έναν χαιρετισμό από αυτό το μικρό κομμάτι βράχου το οποίο διεκδικούσαν πάντοτε οι Τούρκοι, άλλοτε βομβάρδισαν οι Γερμανοί κι άλλοτε έγινε κρησφύγετο για τους αγώνες.  "Το νησί αυτό ήταν η ζωή των Καστελοριζιών... Εάν το παίρνασι οι τούρκοι αυτό, θα παίρνασι και το Καστελόριζο", είπε σε εκπομπή της ΕΡΤ το 1976, χαμογελώντας, η ίδια η κυρα-Δέσποινα.

Ήταν ο δικός της αγώνας. Ήταν μια πράξη που έκανε απέναντι στον εαυτό της και τη ζωή της.  Έγινε πρότυπο. Έδειξε ότι μια απλή πράξη, ενός ανθρώπου, μπορεί να αφήσει ένα τεράστιο αποτύπωμα στη ζωή, στους γύρω της, στην Ιστορία...  Ποιος άραγε, από τους κατακτητές που πέρασαν, ή όποιος άλλος, μπορεί να ισχυριστεί ότι η γυναίκα αυτή ηττήθηκε από τα γεγονότα;  Διατήρησε ζωντανή την πίστη ότι η ζωή είναι σημαντική, ακόμα και για τον τελευταίο, τον πιο μικρό και απομονωμένο αυτής της πατρίδας.

Ο συγγραφέας Γιάννης Σκαραγκάς καταφέρνει να μένει μακριά από εξιδανικεύσεις για ηρωισμούς και μεγαλόπνοα οράματα.  Δεν θα βρουν τέτοια, όσοι θα ψάξουν για εθνικοπατριωτικές φωνές.  Με την σκηνοθέτη Κατερίνα Μπερδέκα καταφέρνει και μας γνωρίζει μια απλή νησιώτισσα, με πίστη όμως στη ζωή...  Μας την παρουσιάζει σαν μια γειτόνισσα... Αισθάνομαι πως της κτυπώ την πόρτα, κι εκείνη χαμογελαστή, είναι έτοιμη να μου φέρει δροσερό νερό στο ποτήρι, κι ένα κομμάτι ψωμί, μιας και  τό 'φερε η τύχη να βρεθώ στα μέρη της.   Και στο τέλος, αφού πίνω λαίμαργα το δροσερό νερό της, δάκρυα μου ανεβαίνουν στα μάτια, καθώς εκείνη συνεχίζει να περιγράφει πώς σκέφτεται τη ζωή.

Το βιολοντσέλο στην άκρη της σκηνής του Θεάτρου Σφενδόνη σταματά να παίζει.  Έτσι κι αλλιώς η παρουσία του ήταν διακριτική σε όλη την ώρα της παράστασης.  Τα χειροκροτήματα δεν σταματούν.  Όχι γιατί μας γνώρισαν μια ηρωίδα.  Μα γιατί η δύναμη ψυχής βρίσκεται κάπου, και περιμένει να ανασυρθεί...