Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Confiteor. Mea Culpa

Ένοιωσα ότι εισπνέουμε ακόμη τον καπνό από τα κρεματόρια του Άουσβιτς όταν διάβασα το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ.  Είναι δε ο ίδιος καπνός που έβγαινε από την καύση του κακού στην περίοδο της Ιεράς Εξέτασης του 14ου αιώνα.  Τόσο κοντά έφερε και τα δυο στα μάτια μου ο Καταλανός συγγραφέας με το βιβλίο του αυτό που θεωρήθηκε, όχι άδικα, εκδοτικό γεγονός. Ένα γεγονός που επαναφέρει την κουβέντα για το "κακό", το οποίο όπως ισχυρίζεται  ο Καμπρέ, διατηρείται ανά τους αιώνες και μόνον τα ονόματα αλλάζουν, και από τον τρομερό ιεροεξεταστή Νικόλαο Εϊμερικ, ως τον Ρούντολφ Ες, διοικητή του στρατοπέδου του Άουσβιτς, λίγη είναι η απόσταση, έως μηδαμινή. 


Χρησιμοποιεί πολλά και διαφορετικά πρίσματα ο Καμπρέ για να δει τους ανθρώπους. "Επιμένω να ψάχνω πού εδρεύει το κακό και είμαι σίγουρος ότι δεν κατοικεί στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου" λέει ο Αντριά Αρντέβολ, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια οικογένεια τραυματισμένη και στιγματισμένη από τις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα του, Φέλιξ.  Γι αυτό ο αξιόλογος, καλοπροαίρετος, ειλικρινής και κάπως ενοχικός Αντριά ξοδεύει το χρόνο που του απομένει μέχρι το τέλος, στην εξιστόρηση της αναμέτρησής του με το κακό.  Την ιστορία διηγείται γραπτώς στον Μπερνάτ, πρόκειται δηλαδή για ένα είδος τεράστιας επιστολής προς τον αδελφικό του φίλο, όπου προσωπικές μνήμες και ιστορικά περιστατικά διαπλέκονται σε μιαν ατμοσφαιρική αφήγηση, καθώς προσπαθεί να διασώσει κάθε ψίγμα της Ιστορίας που προηγήθηκε της γέννησής του, μέχρι τη στιγμή που το Αλσχάιμερ αρχίζει να του "αφαιρεί" κομμάτια της μνήμης του αφήνοντας του κενά...

Ο Αντριά έχει μεγαλώσει ανάμεσα σε έναν πατέρα που ήθελε να του δώσει μόρφωση αναγεννησιακού ανθρώπου, να τον κάνει γνώστη πολλών γλωσσών και μια μητέρα που τον προόριζε για την καριέρα δεξιοτέχνη βιολονίστα.   Εκείνος, ευφυής, μοναχικός και υπάκουος, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις υπέρμετρες και αντιφατικές φιλοδοξίες των γονιών του, ως τη στιγμή που ανακαλύπτει την ύποπτη προέλευση του οικογενειακού πλούτου και άλλα ανομολόγητα μυστικά.  Πενήντα χρόνια μετά, ο Αντριά, λίγο πριν χάσει τη μνήμη του, προσπαθεί να ανασυνθέσει την οικογενειακή ιστορία, ενώ γύρω από ένα εκπληκτικό βιολί του 18ου αιώνα, ένα μοναδικό Στοριόνι, διαπλέκονται τραγικά επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας, από την Ιερά Εξέταση ως τη δικτατορία του Φράνκο και τη ναζιστική Γερμανία, με αποκορύφωμα το Άουσβιτς, το απόλυτο κακό. 



Ένα ερώτημα στοιχειώνει το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Καταλανού συγγραφέα. Αν ο Θεός εκτός από πανάγαθος είναι και παντοδύναμος, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού; Και αν το κακό δεν υπάρχει, μέσα στον άνθρωπο, όπως πιστεύει ο Αντριά, τότε από πού αλλού προέρχεται; Είναι ένα ανεξήγητο φαινόμενο, όπως έγραφε ο Καντ, ή είναι παράγωγο των συνθηκών της Ιστορίας του κόσμου;

Ο Αντριά, παρά την αρχική θεώρησή του για την "απουσία" του κακού από το εσωτερικό του ανθρώπου, ανακαλύπτει ότι "συγκατοικούσε" από μικρός με το κακό, καθώς ο πατέρας του, γέμιζε το μαγαζί του με συλλεκτικά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, πίνακες, χειρόγραφα, μουσικά όργανα, πατώντας επί πτωμάτων και καταδίδοντας στην αστυνομία του Φράνκο όσους στέκονταν εμπόδιο στην ευόδωση των επιχειρηματικών του σχεδίων.  Το κακό διαποτίζει κάθε μόριο του αέρα στους θαλάμους πειραμάτων όπου οι γιατροί των ναζί υπέβαλλαν τους Εβραίους κρατούμενους σε φριχτά βασανιστήρια στο όνομα της πιο αρρωστημένης ιδέας περί ιατρικής προόδου. 

Οι ιστορίες που αφηγείται ο Αντριά διαπλέονται περίτεχνα γύρω από το αγαπημένο του ξακουστό  αυθεντικό Στοριόνι, ένα βιολί που είχε όνομα, λεγόταν Βιάλ, προφανώς γιατί όπως θέλει να δείξει ο Καμπρέ "μονάχα η τέχνη είναι ικανή να αποδώσει ριζικά το βίωμα" και ίσως θέλει ακόμη να πει ότι ένα έργο τέχνης, όπως αυτό το μοναδικό βιολί, ζει περισσότερο από τα ανθρώπινα όντα. Το Βιάλ φτιάχτηκε από το ξύλο ενός δένδρου που έσπειρε ο δολοφόνος Ζακιάμ Μυρέντα σε κάποιο μεσαιωνικό χωριό.  Πέρασε από πολλά χέρια στη συνέχεια.  Ο Αντριά τροφοδοτεί την κληρονομημένη ενοχή του όταν ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του το είχε αφαιρέσει για ελάχιστα χρήματα από μια οικογένεια Εβραίων που ξεκληρίστηκε στο Αουσβιτς και υπό την πίεση της συντρόφου της ζωής του Σάρας, που είναι Εβραία, βάζει σκοπό να το επιστρέψει σε κάποιον, έστω και απόγονο της οικογένειας...  


Όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, πολλοί αναρωτήθηκαν τί σημαίνει Confiteor. Προέρχεται από το ρήμα που σημαίνει "ομολογώ".  Confiteor  δηλώνει ο ναζιστής γιατρός που κάνει πειράματα σε βάρος δεκάδων κρατουμένων.  Confiteor πρέπει να δηλώσει ο δήμιος της Ιεράς Εξέτασης που καταδίκασε τους "απίστους", αλλά και ο αξιωματούχος του Φράνκο που δίωξε τους αντιφρονούντες. Confiteor σύμφωνα με τον συγγραφέα πρέπει να δηλώσει η ιστορία που θυσίασε εκατομμύρια ανθρώπους, που διέπραξε τόσες αδικίες.  Confiteor. Mea Culpa δηλώνει ο ίδιος ο Αντριά εκ μέρους του πατέρα του.

Πρόκειται για έργο μεγαλειώδες, συναρπαστικό, απόλυτο.  Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία κι έχει μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.  Ελπιδοφόρο για μυθιστοριογράφους που γράφουν σε "μικρές" γλώσσες όπως η καταλανική, ή η ελληνική...



Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Μπλε Βαθύ, σχεδόν Μαύρο

Ούτε μια λέξη δεν πάει χαμένη στο "ΒΑΘΥ ΜΠΛΕ, ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ" του Θανάση Βαλτινού που χώνεται για τα καλά με τρόπο ευέλικτο στη έγκατα του γυναικείου ψυχισμού. Εδώ και καιρό η ηρωίδα του είχε πάψει να θεωρεί τον εαυτό της εμπορεύσιμο είδος.  Είχε χάσει το σφριγηλό σώμα και πρόσωπο της νεότητας, αλλά της είχε μείνει μια θετική ματιά πάνω στην πραγματικότητα της ζωής.  Αυτή η νέα θεώρηση των πραγμάτων που μπορεί να ισχύσει για τον καθένα που βρίσκεται στη μοναξιά, συγκεντρώνει ακόμα και τα αρνητικά πρόσημα που μπορεί να έχουν οι διάφορες καταστάσεις της ζωής, και με το άθροισμά τους, το τελικό αποτέλεσμα είναι θετικό.  Έτσι ακριβώς όπως συμβαίνει και στην Άλγεβρα.

Δεν είναι καινούργιο ότι η αξία του Ύφους στη λογοτεχνία είναι ξεχωριστή υπόθεση.  Στην ιστορία δεν υπάρχει πλοκή, αλλά αυτό δεν είναι στα μείον του βιβλίου.  Μάλλον γιατί διαθέτει ύφος που καλύπτει τα πάντα, επαρκεί και δεν χρειάζεται πλοκή για να "σταθεί".  Ο Βαλτινός σε αυτό το κείμενο που έχει απόλυτα θεατρικό χαρακτήρα, διαθέτει μια ωμή ειλικρίνεια κι έναν ιδιόμορφο κυνισμό σχεδόν ισοπεδωτικό για τις καταστάσεις που μας βρίσκουν στη ζωή.  

Μια γυναίκα μονολογεί.   Διαμορφώνει εναλλασσόμενους ρόλους μεταξύ αναγνώστη και αφηγητή γιατί τα πράγματα που περιγράφει δεν αφορούν το ένα από τα δύο φύλα, ούτε κάποιους ιδιαίτερους ή συγκεκριμένους ανθρώπους.  Αφορούν όλους. Αφορούν τον άνθρωπο.  Με μικρές προτάσεις, με απλότητα και ζωντάνια καταγράφει τους φόβους, τις ανασφάλειες, τα τραύματα της ζωής, τις μικροχαρές, τις λανθασμένες επιλογές, αλλά και τις ανατροπές της ζωής, την απώλεια και τελικά, τον θάνατο.


Το κείμενό του έχει μια προφορικότητα που μπορεί να θυμίζει και ψυχανάλυση.  Είναι απλό και διεισδυτικό ταυτόχρονα. Στις αναμνήσεις του μονολόγου συνυπάρχει ο πλούτος του κάποτε της ζωής, με την οργή του σήμερα, για τη ζωή που μπορεί να σκιάστηκε από την αυστηρή παρουσία της μάνας, το στερημένο χάδι, τα παιδικά χρόνια που ήταν γεμάτα παιδικά τραγούδια και παραμύθια.  

Δεν πρόκειται για μια ιστορία μόνο. Πρόκειται πολλές ιστορίες.  Μια ιστορία για τον έρωτα, μια άλλη για τον πόνο, μια ιστορία για το καλό, μια άλλη για το κακό, μια ιστορία για την άλλη πατρίδα, μια ιστορία για την πλήξη από την επανάληψη μιας ρουτίνας, μια ιστορία για την πλήξη και τη μοναξιά, μια ιστορία για τη μνήμη που ζωντανεύει φαντάσματα και σίγουρα μια ακόμα για τη δυστυχία μιας ζωής ανικανοποίητης.